03 Οκτωβρίου 2006

Γιατί ανθεί η διαφθορά

Γιατί ανθεί η διαφθορά

του ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΡΙΝΟΥ από το ΒΗΜΑ

Ανώτερος κρατικός λειτουργός μού αφηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία: ένας διευθυντής δημόσιας υπηρεσίας συνελήφθη επ' αυτοφώρω να εισπράττει προσημειωμένα χαρτονομίσματα σεβαστού ποσού από εκβιαζόμενο από αυτόν πολίτη. Το αδίκημα θεωρήθηκε δωροδοκία, ο δημόσιος υπάλληλος ετέθη εκτός υπηρεσίας, παραπέμφθηκε στο πειθαρχικό και ασκήθηκε και ποινική δίωξη εναντίον του. Το αδίκημα διαπράχθηκε πριν από έξι χρόνια κατά τη διαδρομή των οποίων το πειθαρχικό συμβούλιο ανέβαλε την απόφασή του αναμένοντας την κρίση του ποινικού δικαστηρίου. Το ποινικό δικαστήριο αποδεχόμενο νομοτύπως την αξιοποίηση των νομικών παραθύρων από τον συνήγορο του κατηγορουμένου, ανέβαλε κατ' επανάληψιν την εκδίκαση της υπόθεσης ωσότου παρήλθε η πενταετία. Ετσι, το αδίκημα παρεγράφη, ο εκβιαστής - δωρολήπτης έπαυσε να θεωρείται εγκληματίας, το πειθαρχικό τον απήλλαξε αφού δεν υπήρχε πια αδίκημα λόγω παραγραφής. Και το μπουμπούκι αυτό της δημόσιας διοίκησης απαίτησε: να επανέλθει στη θέση του από την οποία είχε παυθεί, να του καταβληθούν αναδρομικά οι μισθοί πέντε ετών, να επαυξηθούν με τόκο υπερημερίας και να τύχει και των αυτομάτων προαγωγών λόγω αρχαιότητάς του με τις αντίστοιχες υψηλότερες αποδοχές. Ο ανώτατος κρατικός λειτουργός που τον είχε παραπέμψει στη Δικαιοσύνη αρνήθηκε να επαναπροσλάβει στην υπηρεσία του έναν καταχραστή, αλλά τόσο οι δικηγόροι του εξαγνισθέντος λόγω παραγραφής όσο και οι συνάδελφοί του συνδικαλιστές επικαλούμενοι τη βολική για τους παλιάνθρωπους νομοθεσία μας και την επίμεμπτη άρνηση των δικαστών να τον δικάσουν και καταδικάσουν απαίτησαν τη δικαίωσή του. Ο ανώτατος κρατικός λειτουργός αρνήθηκε να υποκύψει και δήλωσε ότι προτιμά να καθήσει ο ίδιος στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Και η κατάληξη: ο αρνούμενος να ενδώσει προϊστάμενος απομακρύνθηκε από τη θέση του και ο διεφθαρμένος υπάλληλος επανήλθε στην υπηρεσία εν δόξη και τιμή για να συνεχίσει τους εκβιασμούς και την κατάχρηση του δημοσίου χρήματος με την άδεια του λαμπρού νομικού μας πολιτισμού που αφήνει ατιμώρητους τους παλιάνθρωπους και αποβάλλει τους έντιμους.

Νομίζω ότι η ιστορία αυτή απεικονίζει σε μικρογραφία το άγος της διαφθοράς, που τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναδείξει τη χώρα μας διεθνή πρωταθλητή και τείνει να πνίξει στα δυσώδη λύματά του την ελληνική κοινωνία και το πολιτικό μας σύστημα.
Διότι, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η σχετική ποινική νομοθεσία που διόλου αθώα χαρακτηρίζει πλημμέλημα τη δωροδοκία, σε συνδυασμό με τη σύντομη (πενταετή) παραγραφή, παρέχει την ευχέρεια σε αδίστακτους δικηγόρους και ανάξιους ή ανίκανους δικαστές είτε να μην καταδικάζουν είτε να επιβάλλουν ασήμαντες ποινές, που και αυτές εξαγοράζονται άνετα χάρη στην ασυνάρτητη, αντιφατική ή φαύλη σχετική νομοθεσία. Αλλωστε από τους καταχραστές και εκβιαστές δεν κατάσχονται τα προϊόντα του εγκλήματος, δηλαδή τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν με παράνομα μέσα από τους δημόσιους λειτουργούς.
Η νομοθεσία μας, διάτρητη από νομικά παράθυρα που διευκολύνουν τα εγκλήματα και τα αφήνουν ουσιαστικά ατιμώρητα, ενθαρρύνει αντί να αποτρέπει τη διαφθορά. Ταυτόχρονα το κακώς νοούμενο πνεύμα της συναδελφικής αλληλεγγύης προς τους αποκαλυπτόμενους ενόχους έχει αναδείξει την πειθαρχική διαδικασία σε λευκαντήριο παλιανθρώπων, αφού αθωώνει το 90% των παραπεμπόμενων διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων. Αλλά και αυτές τις ολιγάριθμες καταδικαστικές αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων κατά κανόνα τις ακυρώνουν τα διοικητικά δικαστήρια για διάφορες νομικές ατέλειες, οι οποίες σκόπιμα μάλλον παρεισφρέουν.

Και έτσι η διαφθορά ανενόχλητη ζει και βασιλεύει. Η μηδενική ανοχή προϋποθέτει και κατάργηση της νομοθεσίας που εξασφαλίζει την ατιμωρησία.

Το ΒΗΜΑ, 24/09/2006 , Σελ.: B56